θαλάττας

θαλάττας
θαλάττᾱς , θάλασσα
sea
fem acc pl (attic)
θαλάττᾱς , θάλασσα
sea
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • CEPHALENE vel CEPHALLENIA — CEPHALENE, vel CEPHALLENIA inful. maris Ionii. Plin. tradit eam quondam dictam fuisse Melaenam, l. 4. c. 12. A Cephalo Amphitryonis socio, Deionei filio, dictam volunt. Populi Cephallenes, qui Ulyssem ad bellum Troianum secuti sunt, ut videre est …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξερεύγομαι — (AM ἐξερεύγομαι) [ερεύγομαι] βγάζω ορμητικά, ξερνώ («ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων», ΠΔ) μσν. ρουφῶ («κἄν ὅλας θαλάττας ἐξερεύξωμαι, οὐ κατασβέσω τὴν φλόγα») αρχ. 1. (για όγκο) ανοίγω 2. (για ποταμό) εκβάλλω 3. (για φλέβα) αδειάζω …   Dictionary of Greek

  • ηπειρώ — ἠπειρῶ, όω (Α) [ήπειρος] 1. μεταβάλλω σε ήπειρο, σε ξηρά («ἠπείρους ἐθαλάττωσαν και θαλάττας ἠπείρωσαν», Αριστοτ.) 2. παθ. ἠπειροῡμαι, όομαι γίνομαι ήπειρος, ενώνομαι με τη στεριά («καί εἰσι τῶν νήσων, αἵ ἠπείρωνται», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”